κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
βρεγματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο βρέγμα 2. «βρεγματικά οστά» τα οστά του κρανίου που σχηματίζουν ένα μέρος του πλάγιου και του επάνω σκελετού της κεφαλής από κάθε πλευρά … Dictionary of Greek
υδροκεφαλία — (Ιατρ.). Πάθηση της παιδικής ηλικίας, κατά την οποία παρατηρείται υπερβολική συσσώρευση εγκεφαλονωτιαίου υγρού στην κρανιακή κοιλότητα και αύξηση της ενδοκρανιακής πίεσης. Ανάλογα με το χρόνο της ανάπτυξής της η υ. διακρίνεται σε συγγενή και… … Dictionary of Greek
βρέγμα — το (AM βρέγμα και βρέχμα, το και βρεγμός και βρεχμός, ο) το σημείο συνάντησης των ραφών ανάμεσα στο μετωπιαίο και στα βρεγματικά οστά του κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ήδη αρχαία (Ιπποκρ., Αριστ.) ετυμολόγηση της λ. < βρέχω (λόγω του… … Dictionary of Greek
οβελιαίος — α, ο (Α ὀβελιαῑος, αία, ον) 1. αυτός που έχει σχήμα οβελού και, γενικά, ράβδου, ραβδοειδής 2. φρ. «οβελιαία ραφή» η ραφή με την οποία συνδέονται τα δύο βρεγματικά οστά τού κρανίου νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που έχει διεύθυνση από τα εμπρός προς τα… … Dictionary of Greek
στεφανιαία αγγεία — (Ανατ.). Λέγονται έτσι ορισμένες φλέβες και αρτηρίες των οποίων η διάταξη μοιάζει με στεφάνι. Ο όρος σ. χρησιμοποιείται και για τον χαρακτηρισμό μιας ημικυκλικής εγκάρσιας ραφής του κρανίου, με την οποία συναρμόζεται το μετωπιαίο οστό με τα δυο… … Dictionary of Greek
βρεγματικός — ή, ό αυτός που ανήκει στο βρέγμα: Τα βρεγματικά οστά του προσώπου είναι δύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)