βρεγματικά οστά

βρεγματικά οστά
Τα δύο πλατιά τετράπλευρα οστά που βρίσκονται στις δύο πλάγιες προς τη μεσαία γραμμή του κρανίου πλευρές, πίσω από το μετωπιαίο οστό και πάνω από τα κροταφικά. Στην εξωτερική κυρτή τους επιφάνεια διακρίνουμε τον λεγόμενο βρεγματικό όγκο και τις δύο κροταφικές ημικυκλικές γραμμές. Η εσωτερική τους επιφάνεια είναι γεμάτη από θηλοειδή ζυγώματα και εγκεφαλικά εντυπώματα και φέρει τον αποκαλούμενο βρεγματικό βόθρο που αντιστοιχεί στον βρεγματικό όγκο. Το μπροστινό χείλος τους συναρθρώνεται με το μετωπικό οστό σχηματίζοντας τη στεφανιαία ραφή, ενώ αυτό που βρίσκεται προς τα πίσω συνενώνεται με το ινικό και αποτελεί μαζί του τη λαμβδοειδή ραφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • βρεγματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο βρέγμα 2. «βρεγματικά οστά» τα οστά του κρανίου που σχηματίζουν ένα μέρος του πλάγιου και του επάνω σκελετού της κεφαλής από κάθε πλευρά …   Dictionary of Greek

  • υδροκεφαλία — (Ιατρ.). Πάθηση της παιδικής ηλικίας, κατά την οποία παρατηρείται υπερβολική συσσώρευση εγκεφαλονωτιαίου υγρού στην κρανιακή κοιλότητα και αύξηση της ενδοκρανιακής πίεσης. Ανάλογα με το χρόνο της ανάπτυξής της η υ. διακρίνεται σε συγγενή και… …   Dictionary of Greek

  • βρέγμα — το (AM βρέγμα και βρέχμα, το και βρεγμός και βρεχμός, ο) το σημείο συνάντησης των ραφών ανάμεσα στο μετωπιαίο και στα βρεγματικά οστά του κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ήδη αρχαία (Ιπποκρ., Αριστ.) ετυμολόγηση της λ. < βρέχω (λόγω του… …   Dictionary of Greek

  • οβελιαίος — α, ο (Α ὀβελιαῑος, αία, ον) 1. αυτός που έχει σχήμα οβελού και, γενικά, ράβδου, ραβδοειδής 2. φρ. «οβελιαία ραφή» η ραφή με την οποία συνδέονται τα δύο βρεγματικά οστά τού κρανίου νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που έχει διεύθυνση από τα εμπρός προς τα… …   Dictionary of Greek

  • στεφανιαία αγγεία — (Ανατ.). Λέγονται έτσι ορισμένες φλέβες και αρτηρίες των οποίων η διάταξη μοιάζει με στεφάνι. Ο όρος σ. χρησιμοποιείται και για τον χαρακτηρισμό μιας ημικυκλικής εγκάρσιας ραφής του κρανίου, με την οποία συναρμόζεται το μετωπιαίο οστό με τα δυο… …   Dictionary of Greek

  • βρεγματικός — ή, ό αυτός που ανήκει στο βρέγμα: Τα βρεγματικά οστά του προσώπου είναι δύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”